- επιτελώ
- (AM ἐπιτελῶ, -έω) [τελώ]πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.)αρχ.1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.)2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη τὸ οἴκημα», Ηρόδ.)3. εκτελώ θρησκευτικό καθήκον (θυσία, ευχή κ.λπ.)4. εκπληρώνω λόγο, υπόσχεση, ευχή («ἀδύνατον νομίσαντα εἶναι ἐπιτελέσαι βασιλεῑ ἃ ὑπέσχετο», Ηρόδ.)5. κάνω κάτι τέλειο («διόπερ ἐν τοῑς τοιούτοις ἀεί τὸ ἄρρεν επιτελεῑ τήν γένεσιν», Αριστοτ.)6. πληρώνω, καταβάλλω τα οφειλόμενα («ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν κατ’ ἐνιαυτόν», Ηρόδ.)7. φρ. α) «ἐπιτελῶ τὴν δίκην» — κινώ δίκη εναντίον κάποιου («εἰς τὸ δικαστήριον οὕτως εἰσαγαγόντες τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην τούτοις ἐπιτελούντων», Πλάτ.)β) «ἐπιτελῶ τινι» — προσφέρω θυσία σε κάποιον8. παθ. επιτελοῡμαιεκπληρώνομαι, δικαιώνομαι («πλὴν οὐ πολλαῑς ἡμέραις ὕστερον ἐπιτελεσθέντος τοῡ λόγου», Ισοκρ.)·
Dictionary of Greek. 2013.